δελφικός

δελφικός
-ή, -ό (AM δελφικός, -ή, -όν) [Δελφοί]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η δελφική
ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δελφικός — Delphi masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς: Οι δελφικοί χρησμοί ήταν ιεροί στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δελφικά — Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc pl Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc/acc dual Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικῶν — Δελφικός Delphi fem gen pl Δελφικός Delphi masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικόν — Δελφικός Delphi masc acc sg Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικαῖς — Δελφικός Delphi fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικαί — Δελφικός Delphi fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικοῖς — Δελφικός Delphi masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικοί — Δελφικός Delphi masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφικοῦ — Δελφικός Delphi masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”