- δελφικός
- -ή, -ό (AM δελφικός, -ή, -όν) [Δελφοί]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει»)αρχ.το θηλ. ως ουσ. η δελφικήρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια.
Dictionary of Greek. 2013.